Θεσσαλονίκη, 17.1.1983

Ἄρθρο τῆς Σοφίας Ἄντζακα

Γιὰ ποιὸ «γνῶθι σαὐτὸν» μιλᾶμε;

       Εἶναι θλιβερὴ ἡ διαπίστωση ὅτι τὸ «γνῶθι σαὐτόν» ἔχει καταντήσει ἁπλῶς λέξεις κενὲς οὐσίας καὶ περιεχομένου, δηλαδὴ ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς, στὸν τόπο ὅπου ἀσκήθηκε. Καὶ ἀκόμα πιὸ θλιβερὴ ἡ διαπίστωση τὸ ποῦ ὁδήγησε τὸν τόπο μας καὶ τὴν «πολιτισμένη» ἀνθρωπότητα ἡ ἀπουσία τῆς ἐφαρμογῆς του.

       Τὸ θέμα παρουσιάζει τέτοια σοβαρότητα, ὥστε δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιοριστεῖ στὰ ὅρια καμμιᾶς «ἑλληνικότητας», ἀφοῦ ἀγγίζει καίρια τὸν ἄνθρωπο, εἴτε «Ἕλληνα» εἴτε «βάρβαρο». Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἔχει ἄμεση σύνδεση μὲ κάποια νοητικὴ ἀνάπτυξη, εἴτε «ἑλληνικὴ» εἴτε «βαρβαρική». Στὸν χαρακτηρισμὸ «βάρβαρος» δὲν περιλαμβά­νουμε τὸν πρωτόγονο τῆς Ἀφρικῆς ἤ τῆς Αὐστραλίας, οὔτε καὶ τὸν ἁπλοϊκὸ πολιτι­σμένο ἄνθρωπο τῆς Δύσης.

       Γιατί τὸ λέμε αὐτό; Γιατί περιορίζουμε τὸ «γνῶθι σαὐτὸν» σὲ μιὰ μερίδα μόνο τῆς «πολιτισμένης» ἀνθρωπότητας; Γιατί μεροληπτοῦμε; Γιατί ἀδικοῦμε ὅσους δὲν διαθέτουν νοητικὴ ἀνάπτυξη, δηλαδὴ κουλτούρα, παιδεία, ἐπιστήμη;

     Ἀλλὰ νά, ποὺ προσκρούσατε κιόλας στὴν πρώτη ὕφαλο. Φαίνεται πὼς δὲν συνεννοηθήκαμε στὸ θέμα «νοητικὴ ἀνάπτυξη». Γιὰ νὰ γίνει, λοιπόν, σαφὲς τὸ τί ἐννοοῦμε μ’ αὐτὲς τὶς λέξεις, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ «νοῦς» δὲν ἀναπτύσσεται οὔτε μὲ τὴν ἐπιστήμη, οὔτε μὲ τὴν παιδεία, οὔτε μὲ τὴν κουλτούρα. Δὲν τὸ πιστεύετε; Κοιτᾶξτε γύρω σας, καὶ θὰ τὸ διαπιστώσετε, ἂν δὲν ἔχετε ἀμβλυνθεῖ ἀπὸ τὴν παιδεία, τὴν κουλτούρα ἤ τὴν ἐπιστήμη. Ἐξετᾶστε τοὺς γνωστούς σας καὶ τοὺς φίλους σας, ποὺ διαθέτουν αὐτὰ τὰ προσόντα, καὶ παρατηρῆστε ἂν ἔχουν πρωτογενῆ, δική τους σκέψη ἤ μιλοῦν σὰν φερέφωνα τῆς παιδείας καὶ τῆς κουλτούρας, ποὺ ἔχουν υἱοθε­τήσει ἤ τοὺς ἔχουν ἐπιβληθεῖ.

      Τί εἶναι στὸ κάτω-κάτω αὐτὰ τὰ τρία σπουδαῖα «ἀγαθὰ» ποὺ μᾶς ξεχωρίζουν, ὑποτίθεται, ἀπὸ τὴν ἀμόρφωτη ἀγέλη; Εἶναι κάτι τὸ ἀτομικό, τὸ μοναδικὰ δικό μας ἤ μήπως εἶναι, ἀντίθετα, κάτι τὸ συλλογικό, τὸ ἀγελαῖο, ἔστω κι ἂν ἡ ἀγέλη τῶν «πεπαιδευμένων» εἶναι ὀλιγάριθμη σὲ σύγκριση μὲ τὶς ἀκατέργαστες μᾶζες;

       Προσέξατε ποτέ, πόσο «ἀγελαῖα» μιλοῦν οἱ γιατροί, οἱ βιολόγοι, οἱ τεχνόλογοι, οἱ οἰκονομολόγοι, οἱ κοινωνιολόγοι, οἱ φιλόλογοι, οἱ θεολόγοι, οἱ «φιλόσοφοι», σ’ ὅποια «σχολὴ» κι ἂν ἀνήκουν; Προσέξατε, πῶς ἔχουν παραδώσει στὴν ὅποια ἐπι­στήμη ἤ παιδεία τους τὸ δικαίωμα νὰ σκέπτονται ἀτομικά, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσιά της; Ἔχετε παρατηρήσει πῶς ἀρνοῦνται νὰ δοῦν τὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό τους μὲ μάτια παρθενικά, ἀμόλυντα ἀπὸ κάθε ἐπίκτητη, ἐξωτερικὴ γνώση;

       Ἀπορεῖτε, βέβαια. Κι ἴσως μάλιστα νὰ ἀναρωτιέστε «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρὶς γνώση;». Ἡ ἀπάντηση εἶναι: «Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς (ἐπίκτητη) γνώση εἶναι αὐθεντικὰ ἄνθρωπος». Ἴσως θὰ πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὸ ὅτι μὲ τὴν «γνώση» ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ κουλτούρα, ἡ παιδεία, ἡ ἐπιστήμη, καὶ ὄχι ἡ γνώση τῆς ζωῆς, ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτε­ρική, τῶν οὐσιαστικῶν ἀναγκῶν της, τῶν φυσικῶν νόμων της.

        Τώρα ἴσως ἀρχίζει νὰ γίνεται σαφές, γιατὶ δὲν κάναμε διαχωρισμὸ ἀνάμεσα σὲ «Ἕλληνα» καὶ σὲ «βάρβαρο». Ἐπειδὴ ἁπλούστατα, ἕνας «βάρβαρος» μπορεῖ νὰ ἀσκεῖ (ἤ νὰ μὴν ἀσκεῖ) ἔμπρακτα τὸ «γνῶθι σαὐτόν», ἀκριβῶς ὅπως κι ἕνας «Ἕλληνας». Ὅσο γιὰ τὶς ἀπαίδευτες μᾶζες, αὐτὲς ἴσως νὰ μὴν χρειάζονται τόσο τὸ «γνῶθι σαὐτόν», ἀφοῦ δὲν διαθέτουν «νοητικὴ ἀνάπτυξη», ποὺ νὰ πνίγει τὴν φωνὴ τοῦ βαθύτερου εἶναι τους.

         Ἀλλὰ ἂς ἐπανέλθουμε στὴ μικρὴ ἀγέλη τῶν ἀνθρώπων μὲ παιδεία κι ἂς ρωτή­σουμε τί θὰ γινόταν ἄραγε, ἂν ἕνας μὲ παιδεία, μὲ καλλιέργεια, μὲ ἐπιστήμη, ἔνιωθε τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Τί θἄκανε; Θὰ συμβουλευόταν τὴν παιδεία γιὰ τὸ πῶς νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του; Ἤ μήπως τὴν κουλτούρα; Ἤ τὴν ἐπιστήμη; Κι ἂν μὲν τὸ κλειδὶ βρίσκεται ἐκεῖ, γιατί νὰ μὴν προστρέξει στὰ φῶτα τους; Βρίσκεται, ὅμως ἐκεῖ; Δυστυχῶς, ἂν τὸ κλειδὶ βρισκόταν ἐκεῖ, δὲν θὰ εἴχαμε χάσει τὸ «γνῶθι σαὐτόν». Κι ἂν δὲν τὸ εἴχαμε χάσει, δὲν θὰ βρισκόμαστε τώρα στὸ χεῖλος τοῦ ἀφανι­σμοῦ.

       Ἂς ποῦμε, λοιπόν, ὅτι εἴσαστε ἕνας λαμπρὸς ἐπιστήμων, γιατρὸς ἤ φυσικός. Ἀνα­ρωτηθήκατε ποτέ, γιατί διαλέξατε εἰδικὰ αὐτὴ τὴν ἐπιστήμη καὶ ὄχι ἄλλη; Ἂς ποῦμε πὼς τὸ κάνατε. Ἂς ποῦμε, πὼς νιώθατε φυσικὴ κλίση πρὸς αὐτὴν ἤ ὅτι σκεφθήκατε πρακτικά.

        Ἂς πάρουμε τὴν πρώτη περίπτωση. Γιὰ νὰ νιώθετε φυσικὴ κλίση πρὸς τὴν ἐπι­στήμη σας, θὰ πεῖ ὅτι μεροληπτεῖτε ὑπὲρ αὐτῆς καὶ τῶν συλλογικῶν πορισμάτων της. Ἂν π.χ. ἡ ἰατρικὴ πρεσβεύει ὅτι ὁ καρκίνος εἶναι ἀσθένεια τοῦ σώματος, ἐσεῖς προσυ­πογράφετε, ἀφοῦ δὲν ἔχετε δική σας ἰδιωτικὴ σκέψη, ἀλλὰ σκεπτόσαστε ὅπως σᾶς ἔμαθε ἡ ἰατρικὴ νὰ σκέπτεσθε. Κι ἂν κάποιος ἀνορθόδοξος, γιατρὸς ἤ μή, τολμή­σει νὰ ἰσχυριστεῖ, ὠθούμενος ἀπὸ κάποια πρωτογενῆ ἀντίληψη, ὅτι ὁ καρκίνος δὲν ἔχει σω­ματικὴ προέλευση – κι ἂς ἐκφράζεται σωματικὰ – ἂς ποῦμε, ὅτι εἶναι κάτι σὰν ἀποτέ­λεσμα κάποιας ἄλλης αἰτίας -, θὰ τὸν χαρακτηρίσετε φαντασιοκόπο, ἀφοῦ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἀποδείξει τὸν «ἰσχυρισμό» του σύμφωνα μὲ τὰ ὑλιστικὰ δεδομένα τῆς Ἰατρικῆς. Νά λοιπόν, ἀμέσως – ἀμέσως, ἡ ὑποδούλωση τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς στὴν ἰατρική, ποὺ ὁ ἐνδιαφερόμενος τὴν διάλεξε ἀπὸ φυσική του κλίση. Μιὰ κλίση, ποὺ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ δεῖτε ὅτι πολώνεται στὸ σῶμα, στὴν ὕλη καὶ δὲν δέχεται τίποτα πέρα ἀπ’ αὐτήν.

        Ἄρα δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐξωτερικὴ «γνώση», ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ κλίση πρὸς αὐτήν, ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει μακρυὰ ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ πρωτογενῆ γνώση τήν ὁποία δίνει τὸ «γνῶθι σαὐτόν».

       Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση ἐκείνου ποὺ γίνεται γιατρὸς γιὰ πρακτικοὺς λόγους, δὲν θὰ διακρίνουμε μεγάλες διαφορές, ἀφοῦ οἱ ἰατρικὲς γνώσεις θὰ τὸν ἔχουν δια­μορφώσει ἔτσι, ὥστε νὰ βλέπει μόνο τὴν ὑλική, τὴ σωματικὴ ὄψη τῆς ζωῆς. Ἐκτὸς ἂν συμβεῖ νὰ ἔχει στοχαστικὴ φύση, πρᾶγμα μᾶλλον ἀπίθανο, ἀφοῦ μιὰ γνήσια στοχα­στικὴ φύση δὲν θὰ διάλεγε, γιὰ λόγους ἐπιβίωσης καὶ μόνο, μιὰ ἐπιστήμη ποὺ δὲν θὰ τὴν εἵλκυε.

        Ἀλλὰ τί θέλουμε νὰ ποῦμε μ’ ὅλα αὐτά; Θέλουμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἕνας λόγος ποὺ ἔχει χαθεῖ τὸ «γνῶθι σαὐτὸν» ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς εἶναι ἡ συσσώρευση «γνώσεων» ἐπάνω στὸ πρωτογενὲς ὑπέδαφος τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔτσι ὥστε κανεὶς πιὰ νὰ μὴν γνωρίζει ποιὸς πραγματικὰ εἶναι, γιατί ζεῖ, γιατί διαιωνίζει τὸ εἶδος του, γιατί πολεμᾶ τὸν διπλανό του, γιατί εἶναι ἄπληστος καὶ ἄδικος, γιατί βρίσκεται σὲ ἐσωτερικὴ σύγχυση καὶ ἀταξία.

       Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας τί ξέρετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Γιὰ τὸν αὐθεντικὸ ἑαυτό σας, θέλουμε νὰ ποῦμε. Τί εἴσαστε πέρα ἀπὸ τὶς ἐπίκτητες γνώσεις, ἀπὸ τὸ πλέγμα τῶν συγκρουόμενων ἐπιθυμιῶν σας – ποὺ συγκρούονται ἐπίσης μὲ τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἄλλων – τί εἴσαστε πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα σας, τὴν ἀνάγκη του γιὰ τροφὴ καὶ γιὰ γενετήσια ἱκανοποίηση;

        Ἂν εἴσαστε αὐτά, τότε ξέρετε ποιοὶ εἴσαστε, καὶ δὲν σᾶς χρειάζεται κανένα «γνῶθι σαὐτόν». Κι ἂν ὅλοι πιστεύουν ὅτι αὐτὸ εἶναι, τότε ἐξηγεῖται ἡ χρεωκοπία τοῦ «γνῶθι σαὐτόν». Γιατί, τί χρειάζεται, ἀλήθεια, τὸ «γνῶθι σαὐτὸν» σὲ μιὰν ἀνθρωπό­τητα ποὺ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό της στὸ σῶμα καὶ τὶς ἀνάγκες του, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους, στὴ «γνώση» τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς παιδείας;

       Τί γίνεται ὅμως, ἂν δὲν εἴσαστε τίποτα ἀπ’ αὐτά; Τί γίνεται ἂν εἴσαστε κάτι ἄλλο, ποὺ ἡ ἐπίκτητη «γνώση» δὲν τὸ καλύπτει, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα καὶ οἱ ἐπιθυμίες σας;

       Δύσκολο νὰ πιστέψει κανείς ὅτι ὑπάρχει κάτι ἄλλο πέρα ἀπ’ αὐτὸ τὸ τρίπτυχο. Κι ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ δυστυχία τοῦ καιροῦ μας. Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἔχουμε θάψει τὸν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀκοῦμε τὴν ἀσθενικὴ φωνή του ποὺ ἀσφυκτιᾶ κάτω ἀπὸ τὸ τριώροφο οἰκοδόμημα τὸ ὁποῖο ἔχει ὀρθωθεῖ ἐπάνω του.

       Αὐτὲς οἱ γραμμὲς ἀπευθύνονται σ’ ὅσους ἀκοῦν ἀκόμα κάποιο πνιχτὸ ψίθυρο ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ εἶναι τους, τὸν ψίθυρο κάποιου ζωντανοῦ πλάσματος ποὺ ψυχορ­ραγεῖ ἀπὸ ἔλλειψη ὀξυγόνου. Ἑνὸς πλάσματος ποὺ δὲν ὑποτάσσεται οὔτε στὸ σῶμα, οὔτε στὶς ἐπιθυμίες, οὔτε στὶς ἐπίκτητες γνώσεις.

       Ὅσοι ἔχουν μέσα τους κάποιον αὐθεντικὸ ἑαυτό, ἂς κάνουν κάτι, γιὰ νὰ τὸν σώ­σουν. Ἂς κάνουν κάτι, γιὰ νὰ τὸν βγάλουν στὸ φῶς. Ἂς ἀνοίξουν δίοδο μέσα ἀπ’ ὅ,τι δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός τους, γιὰ νὰ ἀκούσουν καλύτερα τὴν φωνή του, γιὰ νὰ νιώσουν τὶς ἀνάγκες του, τὸν παλμό του, τὶς ἰδέες του, τὴν γνώση καὶ τὴν φιλοσοφία του. Κι ἂς σταματήσουν νὰ ἀλλοτριώνονται σ’ ἕνα πολιτισμό, ποὺ ἔθαψε ὅ,τι πιὸ ζωντανὸ καὶ αὐθεντικὸ ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος.

       Σήμερα, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ὁ πλανήτης μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐθεντικοὺς ἀνθρώ­πους. Τοὺς χρειάζεται, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει. Θὰ πεῖτε ἴσως: Πόσοι εἶναι αὐτοί; Ναί, εἶναι λίγοι, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἀλλὰ τὸ αὐθεντικὸ ἔχει πρωτογενῆ δύναμη, εἶναι σύμφωνο μὲ τοὺς δημιουργικοὺς νόμους τῆς Γῆς, τοῦ Ἥλιου, τοῦ Σύμπαντος καὶ ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ Σύμπαν τή δύναμή του. Ὑπηρετεῖ τὴν ζωή, τὶς δημιουργικὲς δυνάμεις, ὄχι τὸ θάνατο καὶ τὴν καταστροφή. «Γνῶθι σαὐτὸν». Μιὰ κουβέντα εἶν’ αὐτή, θὰ πεῖτε. Κανεὶς δὲν γνωρίζει, πῶς μπορεῖ νὰ γίνει πράξη. Ἴσως ὄχι κανείς. Ἴσως νὰ ὑπάρ­χουν μερικοὶ ποὺ γνωρίζουν, ἐπειδὴ τὸ ἔχουν ἤδη κάνει πράξη.

       Γενικά ἡ ἀνθρωπότητα ἐξαίρει ἀνθρώπους σὰν τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἡράκλειτο. Δείγματα λαμπρὰ τοῦ ποῦ τοὺς ὁδήγησε τὸ «γνῶθι σαὐτὸν» ἤ τὸ «ἔνδον σκάπτε». Ἀπὸ τότε, ὅμως, ἡ δική τους αὐθεντικότητα ἔγινε ἐπίκτητη «γνώση» γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τοὺς μελετητὲς καὶ τοὺς θαυμαστές τους. Καὶ ἡ μελέτη τῆς πρωτογενοῦς σοφίας τους ἔχει καταντήσει «παιδεία».

       Τί φταίει γι’ αὐτὴν τὴν ἔκπτωση; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀποδυναμώνει τὸ αὐθεντικὸ βάθος καταντώντας το ἐπιφάνεια γνώσης; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ παράγων στὸν ἄνθρωπο, ποὺ νομίζει ὅτι κατακτᾶ τὸ «γνῶθι σαὐτὸν» μὲ τὴν «γνώση» τοῦ αὐτογνω­στικοῦ μόχθου κάποιων ἄλλων;

       Ἀλλὰ γιὰ νὰ τεθεῖ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, γιὰ νὰ ἐρευνηθεῖ αὐτὸς ὁ παράγων, ἡ αἰτία ἴσως τῆς κακοδαιμονίας τοῦ πολιτισμένου κόσμου μας, χρειάζεται ἕνα αὐθεντικὸ γνωστικὸ ὄργανο, ἕνας ἀκμαῖος αὐθεντικὸς ἄνθρωπος, ποὺ νὰ ἔχει συντρίψει ὅ,τι ἐμποδίζει τὴν ἐλεύθερη ἔκφρασή του.

        Ὅλος ὁ κόσμος μιλάει γιὰ δουλεία, γιὰ ἀλλοτρίωση, γιὰ ἐκμετάλλευση, ἀλλὰ δὲν μᾶς περνᾶ κἄν ἡ σκέψη ὅτι, ἂν ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν ἔξω μας, δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ ὅτι κάτι μέσα σὲ μᾶς τοὺς ἴδιους, στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, εἶναι δουλικό, ἀλλοτριωμένο, ἐκμεταλλευτικό. Ἀφοῦ κλείνουμε τέτοιες τάσεις μέσα μας, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ κό­σμος μας νὰ εἶναι διαφορετικός;

        Γι’ αὐτό, ὁ πραγματικὸς ἐπαναστάτης, ὁ πραγματικὸς νεωτεριστής, δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σπάει τὸ ἐξωτερικὸ κατεστημένο, ἀφήνοντας ἀνέπαφο τὸ ἐσωτερικό του, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ καταλύει ὅ,τι ἀναυθεντικό, ὑπανθρώπινο καὶ ἐκμεταλλευτικὸ ἔχει κρυσταλλώσει μέσα του. Ἄλλο θέμα, μὲ τὶ «ὄργανο» θὰ προβεῖ σ’ αὐτὴ τὴν γενναία πράξη.

         Τὸ «γνῶθι σαὐτὸν» δὲν εἶναι εὔκολο ἐγχείρημα. Ἀπαιτεῖ σθένος, συνέπεια, ἐντι­μότητα, μιὰ ἀσίγαστη δίψα γιὰ τὴν Ἀλήθεια, τὸ Δίκαιο, τὴν πραγματικὴ πραγματικό­τητα. Κι αὐτὴ ἡ δίψα εἶναι ἰδιότητα τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὴ θέση του ἀρχί­ζει νὰ σφετερίζεται ἀναίσχυντα ἕνας πλαστὸς ἑαυτός – προτοῦ ἀκόμα τὸ παιδὶ πάει σχολεῖο.